Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κουνώ τα

См. также в других словарях:

  • κουνώ — και κουνάω κούνησα, κουνήθηκα, κουνημένος 1. κινώ, σαλεύω, σείω: Όταν μιλάς, να μην κουνάς τα χέρια σου. 2. μετατοπίζω, μετακινώ: Μην κουνηθείτε καθόλου. 3. το μέσ., κουνιέμαι μετακινούμαι, προχωρώ στην εργασία μου, κάνω γρήγορα: Τώρα κουνιέται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκουνώ — κουνώ στον αέρα, ταρακουνώ, τραντάζω …   Dictionary of Greek

  • κρυφαναδεύω — κουνώ κάτι κρυφά, κάνω κάτι να κουνιέται, να τρέμει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + αναδεύω] …   Dictionary of Greek

  • λαφροκουνώ — κουνώ κάτι ελαφρά και αεράτα …   Dictionary of Greek

  • ταχταρίζω — κουνώ στα χέρια μου βρέφος, για να το καθησυχάσω ή να το διασκεδάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισείω — (AM ἐπισείω) [σείω] σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.) μσν. μέσ. ἐπισείομαι 1. κουνώ κάτι 2. απομακρύνω, διώχνω αρχ. 1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • υποσαίνω — ὑποσαίνω, ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσαίνω Α (για σκύλο) κουνώ την ουρά μου από χαρά νεοελλ. μτφ. κολακεύω και, γενικά, περιποιούμαι κάποιον με δουλοπρέπεια αρχ. 1. μτφ. (με αιτ.) φέρομαι κολακευτικά 2. φρ. «ὑποσαίνω τῇ γλώττῃ» (για λιοντάρι) κουνώ εδώ …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»